αποκλεισμός

αποκλεισμός
Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να εξαναγκασθεί σε πράξεις ή παραλείψεις που επιθυμεί εκείνος που επιβάλλει τον αποκλεισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα από την πρόσφατη ελληνική ιστορία: το 1850 η Αγγλία επέβαλε α. στην Ελλάδα για το επεισόδιο του Πατσίφικο· το 1886 η Αγγλία, η Ρωσία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Γερμανία επέβαλαν α. στις ελληνικές ακτές για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση σε αποστράτευση· επίσης, το 1916 οι Αγγλογάλλοι εφάρμοσαν το μέτρο του α. για να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να λάβει μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων. Εντυπωσιακά παραδείγματα, σε διεθνές επίπεδο, είναι οι α. από τις ΗΠΑ της Κούβας το 1961-62, του Ιράκ το 1991 και της πρώην Γιουγκοσλαβίας το 1992. Ο πολεμικός α. αποβλέπει στην παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού του εχθρού από τη θάλασσα. Γίνεται με οποιαδήποτε πρόσφορα μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται η παρεμπόδιση προσέγγισης ακόμα και των ουδέτερων εμπορικών πλοίων, τα οποία μπορούν να κατασχεθούν ή και να δημευθούν αν προσπαθήσουν να διασπάσουν τον α. Α. σε ουδέτερο έδαφος δεν επιτρέπεται, εκτόςεάν βρίσκεται υπό τον έλεγχο ή την κατοχή του εχθρού. Επίσης, δεν επιτρέπεται α. εχθρικού εδάφους με τρόπο που να παρεμποδίζεται η επικοινωνία με ουδέτερες εδαφικές ζώνες. Όλες αυτές οι αρχές έχουν βάση στο εθιμικό δίκαιο και διάφορες διακηρύξεις, όπως αυτή του Ναυτικού Συνεδρίου του Λονδίνου (1909), και παρά το γεγονός ότι δεν είχαν δεσμευτική δύναμη, εφαρμόστηκαν ως γενικές κατευθυντήριες γραμμές στη διάρκεια του Α’ και του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Όμως, οι παραβιάσεις που ήταν σημαντικές, κυρίως ως προς το θέμα των ουδέτερων, δικαιολογήθηκαν ή έγινε προσπάθεια να δικαιολογηθούν στη βάση των όρων του πολέμου και της αλλαγής των συνθηκών. Το 1916 οι Σύμμαχοι της Αντάντ εφάρμοσαν αποκλεισμό στη χώρα μας για να την εξαναγκάσουν να βγει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο μαζί τους. Η άφιξη του Ελευθέριου Βενιζέλου στη Θεσσαλονική (στη φωτογραφία) και το κίνημα που ακολούθησε, συνέβαλαν σε αυτή την κατεύθυνση (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
ο (ΑΝ)
νεοελλ.
1. ο περιορισμός κάποιου σε ορισμένο χώρο, η παρεμπόδιση της επικοινωνίας του με τους εκτός
2. η επιβαλλόμενη, με τη βοήθεια του πολεμικού στόλου, από κράτος σε άλλο κράτος και σε καιρό ειρήνης διακοπή συγκοινωνιών και κάθε επικοινωνίας με άλλες χώρες
3. η απαγόρευση συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα
4. «εμπορικός αποκλεισμός» — η άρνηση των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια άλλη χώρα, το μποϋκοτάζ
5. «αποκλεισμός εργατών» — η διακοπή της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η απεργία ή η τάση για απεργία των εργαζομένων, η ανταπεργία, το λοκ άουτ
6. «ναυτικός αποκλεισμός» — κατάσταση κατά την οποία ναυτική δύναμη αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την έξοδο κάθε πλοίου, το εμπάργκο
μσν.
πολιορκία
αρχ.
1. το να αποκλείσει κανείς κάποιον, να τον κλείσει έξω
2. το να κλείσει κανείς κάποιον μέσα, στη φυλακή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποκλεισμός — αποκλεισμός, ο και απόκλειση, η 1. η απομόνωση (συνήθως με ένοπλη βία) μιας χώρας: Η Ελλάδα υπόφερε από τον αποκλεισμό που της είχαν κάνει οι Αγγλογάλλοι στον α παγκόσμιο πόλεμο. 2. «εμπορικός αποκλεισμός», η άρνηση, από εμπόρους και καταναλωτές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκλεισμός — exclusion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηπειρωτικός Αποκλεισμός — Μέτρο που υιοθέτησε ο Ναπολέων –με διάταγμα που εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1806 στο Βερολίνο– ως απάντηση στον αποκλεισμό των γαλλικών ακτών από τη Μεγάλη Βρετανία. Απαγόρευε κάθε εμπορική συναλλαγή με τα βρετανικά νησιά, θεωρούσε αιχμαλώτους… …   Dictionary of Greek

  • ἀποκλεισμοῦ — ἀποκλεισμός exclusion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλεισμῷ — ἀποκλεισμός exclusion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλεισμόν — ἀποκλεισμός exclusion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • περίσχεση — η / περίσχεσις, έσεως, ΝΑ [περιέχω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής επέκτασης ή τής κίνησης κάποιου από όλες τις πλευρές 2. στρ. παρεμπόδιση τού αντιπάλου να έλθει σε επικοινωνία με φιλικά στρατεύματα ώστε να αποκλειστεί μέσα σε φρούριο ή άλλο μέρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”